- ἐνθαλασσεύω
- ἐνθᾰλασσ-εύω, [dialect] Att. [suff] ἐνθᾰλασς-ττεύω,A live at sea, Ael.NA9.63; to be at sea, Longus 2.12;
πρὸς ἐναντία πνεύματα νῆες -εύουσαι Ph.1.287
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρὸς ἐναντία πνεύματα νῆες -εύουσαι Ph.1.287
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενθαλασσεύω — ἐνθαλασσεύω και αττ. τ. ἐνθαλαττεύω (Α) 1. ζω μέσα στη θάλασσα, είμαι θαλάσσιος 2. είμαι, βρίσκομαι στη θάλασσα, πλέω, ταξιδεύω 3. μτφ. βρίσκομαι σε αμηχανία συναντώντας δύσκολες περιστάσεις, πελαγώνω («ἐνθαλαττεύων τε [ο ανθρώπινος νους]… … Dictionary of Greek
ἐνθαλασσεύοντας — ἐνθαλασσεύω live at sea pres part act masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθαλασσεύουσα — ἐνθαλασσεύω live at sea pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)